Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Άγιος Δημήτριος

                 -Νικόλαε πάμε, είναι μακρύς ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη θα διασχίσουμε βουνά και πεδιάδες.
Κοίταξα στα μάτια τον αρχηγό μας. Ήταν νέος μόλις 22 χρονών και μας καθοδηγούσε όλους. Που το έβρισκε τόσο θάρρος. Στις πορείες ,ποτέ δεν δείλιασε στις δυσκολίες, ήταν πρώτος. Και θυμάμαι εκείνη την φωτιά που ξέσπασε μέσα στο στρατόπεδο, εκείνος έτρεξε με το άλογό του και βοηθούσε τους στρατιώτες να την σβήσουν. Έχει ένα γαλήνιο βλέμμα κι ένα χαμόγελο που δεν σβήνει ποτέ από τα χείλη του. Γυρίζω στον φίλο μου τον Νέστορα.
ο άγιος Νέστορ
-Εσύ Νέστορα, θα ακολουθούσες τον Δημήτριο, μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
-Ναι Νικόλαε, βλέπεις τι φλογερός αγωνιστής που είναι; Βλέπεις πως μας εμψυχώνει και δεν μας αφήνει να χαθούμε. Είναι σπουδαίος!
-Η δύναμη που έχει δεν φαίνεται ανθρώπινη, παρατήρησα.
-Ίσως παίρνει δύναμη από τον Θεό που πιστεύει συμπλήρωσε ο Νέστορας.
-Μα δεν πιστεύει στους θεούς μας, σ αυτόν τον Θεό που πιστεύομε όλοι;
-Δεν έχεις ακούσει Νικόλαε, για τον αληθινό θεό τον Ιησού Χριστό;
Κοίταξα τον Νέστορα με απορία. Είχα ακούσει για τους Χριστιανούς, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Μαζεύονταν σε κάτι κρυφά μέρη, τις κατακόμβες , δεν τους άφηναν να πιστεύουν τον θεό τους και να κάνουν την προσευχή τους. Φοβόμουν να τους πλησιάσω και δεν έδινα σημασία.
Ο Νέστορας όμως μου μιλούσε με θέρμη για τον Ιησού που σταυρώθηκε για να σωθούμε όλοι.
Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτά που έλεγε, ο Νέστορας το κατάλαβε και μου πρότεινε.
ο Άγιος Δημήτριο διδάσκει
-Ο Δημήτριος μετά την υπηρεσία μας στο στρατό, το απόγευμα μας μιλάει, τα λόγια του είναι βάλσαμο στις κουρασμένες ψυχές μας, θες να πάμε να τον ακούσουμε;
Δίστασα λίγο, αλλά ύστερα αποφάσισα, έστω και για μια φορά ,να τον άκουγα.
Ο νέος μας διοικητής  ήταν τόσο απλός ήταν τόσο γαλήνιος μας μιλούσε ώρες κι εγώ άκουγα, η καρδιά μου γαλήνευε. Δεν ήθελα να τελειώσουν τα λόγια του.



Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε ο Δημήτριος μας πλησίασε, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Νέστορα και μας είπε.
-Πίστη ,ελπίδα και αγάπη  τα πολύτιμα αγαθά που μας χάρισε ο Χριστός. Εκεί το βλέμμα, κοντά του.
Είπε κι έδειξε τον ουρανό που ήταν γεμάτος άστρα.
Εκείνες τις μέρες  είμασταν όλοι αναστατωμένοι με το διάταγμα . Ο αυτοκράτορας είχε διακηρύξει , κανείς να μην πιστεύει σε Θεούς εκτός από τους θεούς της αυτοκρατορίας. οποίον χριστιανό έβρισκαν, τον έβαζαν φυλακή και τον βασάνιζαν.





-Δημήτριε αυτό που κάνεις, πίσω από την πλάτη μου, είναι ανήκουστο. Ο Γαλέριος  βημάτιζε μέσα στην μεγάλη σάλα του παλατιού φανερά ενοχλημένος, σχεδόν θυμωμένος.
-Σε κάλεσα λοιπόν εδώ ,να μου διαψεύσεις τις φήμες, ότι είσαι χριστιανός.
Δεν μπορεί ο καλύτερος μου στρατιώτης, που έχει την τιμή να είναι μετά από μένα αρχηγός του στρατού, να πιστεύει αυτές τις ανοησίες.
Λοιπόν τι έχεις να απαντήσεις;
-Είμαι χριστιανός ,απάντησε σταθερά ο Δημήτριος.

-Μπορεί να μην  άκουσα καλά, σε παρακαλώ επανέλαβε, συνέχισε με θυμό ο Γαλέριος.
-Γαλέριε ,πιστεύω στον ένα και αληθινό Θεό τον Ιησού Χριστό!
Ο Γαλέριος  σωριάστηκε σε ένα ανάκλιντρο και κράτησε το κεφάλι του.
-Αδύνατον, αδύνατον! Δημήτριε, αυτό που λες , είναι και η καταδίκη σου.
-Δεν με πειράζει, η ζωή μου είναι πλάι στον Χριστό.
-Στους στρατιώτες όταν τους μάζευες τα απογεύματα δεν τους έλεγες προφανώς τεχνικές μάχης; Προσπάθησε να ψελλίσει ο Γαλέριος.
-Όχι ,τους έλεγα τα Λόγια Του Κυρίου.
-Αδύνατον, αδύνατον! Φώναζε ο Γαλέριος δυνατά.
-Πρόσεξε μπορώ,  να σε ρίξω τούτη την ώρα στην φυλακή.
Ο Δημήτριος στεκόταν  γαλήνιος.
-Για τελευταία φορά πες μου αρνήσε  τους θεούς της Αυτοκρατορίας;
-Πιστεύω και ομολογώ τον Ιησού Χριστό.
Ο Γαλέριος κατέρρευσε στο κάθισμα. Στρατιώτες του έδωσαν ένα ποτήρι νερό και άλλοι δύο έβγαλαν τον Δημήτριο έξω ,τον έριξαν μέσα στο πιο σκοτεινό κελί και έκλεισαν την μεγάλη σιδερένια πόρτα.
Ο Νέστορας ήρθε και με βρήκε αλαφιασμένος
-Τον έβαλαν φυλακή.

-Ποιόν; απόρησα
-Τον Δημήτριο ,χτες το βράδυ, μου το είπε ο Αβέρκιος ,που είδε τους στρατιώτες.
-Χάσαμε το στήριγμα μας. Και το χειρότερο έχουν σκοπό να μας βάλουν όλους στην φυλακή.
-Μα εσύ δεν έχεις φόβο, του έδωσα θάρρος ,εσύ δεν είσαι χριστιανός.
Ο Νέστορας με κοίταξε και τότε κατάλαβα, πως η φλόγα του Δημητρίου είχε ανάψει στην καρδιά του.
Ακούστηκαν φωνές από την πλατεία ένα μεγάλο κλουβί πλησίασε μέσα είχε ένα τεράστιο άνθρωπο. Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο ψηλό και γεροδεμένο άντρα φαινόταν σαν γίγαντας.
Ακούστηκαν σάλπιγγες, ερχόταν ο Γαλέριος.
-Εμπρός ,εμπρός λοιπόν, κάποιοι από εδώ ,αψήφησαν το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και την δική μου προσταγή , αν είναι τόσο δυνατοί ,μπορούν  να παλέψουν με τον ήρωα μας, τον πιο δυνατό άνθρωπο του βασιλείου μας, τον Λυαίο!
-Χαχα  για να δούμε, θα πάρετε δύναμη από τον βοηθό σας τον Δημήτριο, που τώρα σαπίζει στην φυλακή;
-Ποιος έχει το θάρρος να νικήσει τον Λυαίο; Φυσικά κανένας! Χαχαχα
-Νέστορα είναι πολύ δυνατός! Νέστορα! Κοίταξα γύρω μου , ο Νέστορας δεν ήταν πουθενά
Έτρεξα κατά το στρατόπεδο εκεί δίπλα ήταν το κτήριο των φυλακών , είδα από μακριά  τον κόκκινο μανδύα του Νέστορα, αλλά δεν τον πρόλαβα, είχε κιόλας χαθεί στους σκοτεινούς διαδρόμους της φυλακής.
-Που πηγαίνεις σαμιαμίδι; Ρώτησε κοροϊδευτικά ο φρουρός.
-Στον αδερφό μου, απάντησε χωρίς φόβο ο Νέστορας.
Ο φρουρός τον κοίταξε με περιέργεια
Ο Νέστορας έτρεχε προς την είσοδο του κελιού του Δημητρίου.

Η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε κι ο Δημήτριος σηκώθηκε από το έδαφος , τα κελί παρ όλο που ήταν τόσο σκοτεινό και βρώμικο, ανάδυε μια ευωδιά υπερκόσμια.
-Δημήτριε θέλω να με βοηθήσεις. Πρέπει να αγωνιστώ  ενάντια σε αυτόν τον γίγαντα, που έφερε ο Γαλέριος στην πλατεία. Τον έφερε με σκοπό να μας κοροϊδέψει και να μας βάλει όλους στην φυλακή.
Ο Δημήτριος έδειχνε ατάραχος.
-Θυμάσαι Νέστορα τι σας έλεγα στο στρατόπεδο;
-Πίστη, ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε ο Νέστορας.
-Ακριβώς! έτσι θα νικήσετε τον Λυαίο.
-Μα πως , εσύ μπορείς να με βοηθήσεις προσευχή σου στον θεό στον Ιησού Χριστό που μας έλεγες τις παλιές καλές ημέρες;
-Πίστη, Νέστορα, μην φοβάσαι
Ο Νέστορας έφυγε από το κελί
Καθόμουν έξω από τη φυλακή και τον είδα τον έπιασα από τον μανδύα.
-Τον είδες; Είναι καλά;
-Ναι, καλά είναι, τώρα όμως Νικόλαε, πρέπει να πάμε στην πλατεία.
-Στον γίγαντα; Ρώτησα και τα μάτια μου γούρλωσαν.
-Ναι στον γίγαντα  Λυαίο και πρέπει να παλέψουμε μαζί του.
-Θεέ μου εσύ είσαι άρρωστος, μήπως η υγρασία της φυλακής σε πείραξε; μήπως πρέπει να ξαπλώσεις;
-Όχι ,είμαι απόλυτα καλά και ξέρω πολύ καλά, τι θα κάνω.
Η φωνή του Νέστορα είχε ένα θάρρος που με ξάφνιασε. Τον κοίταξα, ήταν ένας μικροκαμωμένος στρατιώτης, πως θα μπορούσε να νικήσει και να παλέψει ακόμη με τον γίγαντα; Τα δικά μου γόνατα έτρεμαν αλλά δεν έπρεπε να αφήσω τον φίλο μου έτσι αβοήθητο.
-Νέστορα, να το ξανασκεφτείς, πάμε σπίτι ,να φάμε μελόπιτες.
Ο Νέστορας δεν με άκουγε, ήταν κιόλας στην μέση της πλατείας και φώναξε δυνατά.
-Εγώ θα παλέψω με τον γίγαντα  και θα με βοηθήσει ο Θεός του Δημητρίου!
Ο Γαλέριος άφρισε  από το κακό του.
-Μα πως γίνεται και πολλαπλασιάζονται  έναν είχα στην φυλακή και τώρα παρουσιάζεται και άλλος ;
-Εμπρός λοιπόν γενναίο παλικάρι, που είσαι σαν νάνος ,μπροστά σε αυτόν τον πολεμιστή που δεν μπόρεσε να νικήσει  κανένας μέχρι τώρα!
Η φωνή του Γαλέριου δέσποζε μέσα στην πλατεία κανένας δεν μιλούσε. Ο Νέστορας προχωρούσε αποφασιστικά.
Η φωνή μου ακούστηκε δειλή και φοβισμένη.
-Μη Νέστορα, ξανασκέψου το! Έκανα να τον πιάσω από τον μανδύα, μα αυτός μου έμεινε στα χέρια.
Ο Νέστορα προχώρησε αποφασιστικά  στην πλατεία και ο αγώνας άρχισε.
Δεν άντεχα να βλέπω να καταπλακώνει, με την μια τον γενναίο μου φίλο  Νέστορα αυτός ο γίγαντας. Έκλεισα τα μάτια και τραβήχτηκα σε μια γωνιά, άκουγα τις φωνές του πλήθους.

-Μα τι κάνει ο μικρός, έλεγαν
-Πάνω του μικρέ! Νέστορας, Νέστορας!
Ξαφνικά απόλυτη σιγή.
Άνοιξα τα μάτια κι άκουσα την ιαχή:
Ζήτω! νίκησε ο Νέστορας!
Ο Γαλέριος ήταν έξω φρενών.
-Ποιος σε βοήθησε, τιποτένιο ανθρωπάκι ,να κερδίσεις τον φοβερό γίγαντα, που στρατιώτες γενναίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τον νικήσουν; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο Γαλέριος και άφριζε από το κακό του.
Ο Θεός του Δημητρίου μου έδωσε την δύναμη. Ο Δημήτριος προσεύχεται για  μένα στο σκοτεινό κελί που τον έχεις κλεισμένο! Ακούστηκε θαρραλέα η φωνή του Νέστορα.
-Τώρα θα δεις , ποιος άλλος θα είναι σε αυτό το σκοτεινό κελί ,μικρέ τιποτένιε! Αμέσως στην φυλακή με αλυσίδες!
Δεν πρόλαβα καν να του δώσω τον χιτώνα. Τα μάτια του Νέστορα με κοιτούσαν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε.
Κρατούσα τον χιτώνα ήμουν πολύ στενοχωρημένος .
-Ήταν άδικο, μονολογούσα ,γιατί να τους σκοτώσει και τους δύο;
Τους είχαν ρίξει μέσα σε μια μεγάλη τάφρο. Έφυγε μαζί με τον Δημήτριο τον άνθρωπο που πίστεψε και αγάπησε πολύ.
Πήγα κοντά, ήταν μαζεμένοι εκεί πολύ φίλοι κι άνθρωποι που είχαν δει τον Νέστορα να παλεύει με τον γίγαντα Λυαίο και είχαν πιστέψει έσκυψα και η ευωδιά από τον χιτώνα μου πλημμύρισε την ψυχή.
Ας είσαι ευλογημένος φίλε μου ψιθύρισα ας είσαι ευλογημένος Δημήτριε.
________________
Η κυρία Βερενίκη είχε τελειώσει την ιστορία. Τα παιδιά δεν μιλούσαν . Τα άφηνε ακόμη να βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας τους τις σκηνές της ιστορίας που τους αφηγήθηκε πριν λίγο.
Αυτός ήταν ο Άγιος Δημήτριος παιδιά μου και ο φίλος του ο Νέστορας που είναι και αυτός άγιος και γιορτάζει μια μέρα μετά την γιορτή του Αγίου.






Ο Δημητράκης σηκώθηκε και έδειξε μια εικονίτσα που του χάρισε η γιαγιά του, εκείνες τις ημέρες, πάνω στην εικόνα φαινόταν ο Άγιος μαζί με το καφετί άλογο του και τον Λυαίο στα πόδια του.












Τα παιδιά άρχιζαν να αποτυπώνουν στο χαρτί τις αγαπημένες τους σκηνές από τη ιστορία κι έτσι έφτιαξαν ένα εικονογραφημένο βιβλίο . Χρωμάτισαν και το εξώφυλλο με την εικόνα του αγίου και το έβαλαν στην βιβλιοθήκη της τάξης.

Έχουν δημιουργήσει με αυτόν τον τρόπο κι άλλα παραμύθια.
Η κυρία Βερενίκη τους έδειξε μερικές εικόνες από τον τάφο του αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη.


-Μοσχοβολούσε πάντα ο τάφος του κυρία ρώτησε η Πηνελόπη;
Ναι παιδιά μου για αυτό ονομάστηκε και μυροβλύτης γιατί υπήρχε ένα υγρό που μοσχοβολούσε και έβγαινε από τον τάφο του.



Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Η απελευθέρωση της Λαμίας - Οκτώβριος 1944

           Μασουλούσα ανόρεχτα τα λιγοστά ρεβίθια που είχα στο πιάτο μου. Η μητέρα έβαζε τα μικρά για ύπνο. Ύστερα πήγε στα εικονίσματα, άναψε το καντήλι και έκανε τον σταυρό της. -Μεγάλη ημέρα αύριο, Νικόλα μου, γύρισε στο μέρος μου και μου ψιθύρισε. 
-Του Αγίου Λουκά. Γιατρός ήταν και μακάρι να γιατρέψει τις ψυχές μας και την άμοιρη πατρίδα μας.




Εγώ σηκώθηκα, μικρό παλικαράκι τότε, δεν μπορούσα να πάω ούτε στον πόλεμο, αλλά ούτε να καθίσω και  στο σπίτι, είχαμε το σχέδιό μας, με την ομάδα εκείνο το βράδυ.
Η μάνα με κοίταξε.
-Ξάπλωσε να ξεκουραστείς.
Εγώ καμώθηκα πως κουκουλώθηκα κάτω απ΄ τα σκεπάσματα, αλλά δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Σαν βεβαιώθηκα πως όλοι είχαν κοιμηθεί τράβηξα κατά την πόρτα της εξόδου. Το ημερολόγιο στον τοίχο έλεγε 17 Οκτωβρίου,  τράβηξα με το χέρι σιγά σιγά το χαρτάκι
18 Οκτωβρίου
Βρήκα τον Σπύρο και την Ειρήνη στην κατηφόρα. Τρέξαμε στο στρατόπεδο.
Τα μάτια μας κοιτούσαν γύρω, μην και εμφανιστεί κάποιο όχημα Γερμανών. Απόλυτη ησυχία.
-Θα τα μαζεύουν να φύγουν, οι Γερμαναράδες, ψιθύρισε ο Σπύρος,με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
Σσσς! έβαλε το χέρι στο στόμα της η Ειρήνη. Τρέξαμε πίσω από τα μεγάλα κτήρια του στρατοπέδου.
Ακούσαμε ένα απαλό θρόισμα, σαν να ήταν ο άνεμος που φυσούσε μέσα από τα δέντρα.
Ο Σπύρος μου έδειξε με το χέρι δύο σκιές.
Κοιταχτήκαμε, δεν κάναμε βήμα, οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά, ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο,
Σιωπή!
Οι σκιές έτρεχαν από κτήριο σε κτήριο, σταματούσαν, έσκυβαν κι έφευγαν
-Μα είναι γεμάτες πυρομαχικά οι αποθήκες, τι θέλουν αυτοί εδώ θα ανατιναχτούμε, μας είπε η Ειρήνη με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
-Έχουν κάποιο σχέδιο στο νου τους αλλά ποιοι να είναι; Παρατήρησα
-Κι εμείς τι καθόμαστε, πάμε από κοντά να δούμε, μας έκανε νόημα ο Σπύρος.
Το θέαμα μας πάγωσε. Ένα καλώδιο ένωνε τις αποθήκες. Με την πυροδότηση, όλες θα γίνονταν παρανάλωμα του πυρός, και μαζί  τους και η Λαμία.
Όμως τώρα, εκεί κάτω το καλώδιο ήταν κομμένο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο.
-Γερμανοί! Έκανε ο Σπύρος και μας έριξε κάτω στα χόρτα.
Οι γερμανικές μοτοσικλέτες και τα φορτηγά πέρασαν πάνω στον δρόμο.
Μόλις απομακρύνθηκε ο θόρυβος σηκώσαμε το κεφάλι και κοιτάξαμε κατά την ανατολή ο ήλιος ανέτειλε και δεν ακούστηκαν εκρήξεις παρά μόνο δύο τρεις χωρίς να υπάρχει κίνδυνος.
Ένας άντρας με γαλάζια μάτια στεκόταν από πάνω μας
- ei ragazzi Έφυγκαν  liberta!  Ελεύθεροι!



Σηκωθήκαμε και δεν το πιστεύαμε, αγκαλιαζόμασταν με τους δύο άγνωστους και δεν ξέραμε πώς να φανερώσουμε την χαρά μας.





Έτρεξα στο σπίτι
-Μάνα έφυγαν!
Η μάνα είχε ανάψει το καντηλάκι και έκανε σιωπηλά την προσευχή της.
Το χαμόγελο άνθησε και πάλι στα χείλη της.
-Πάμε παιδί μου ,
Σηκώσαμε και τα μικρά και τραβήξαμε στο εκκλησάκι του Άγιου Λουκά


Κόσμος από κάθε γωνιά της πόλης έτρεχε εκεί.
Οι γυναίκες έβγαζαν μέσα από τις τσέπες τους μικρές σημαιούλες  γαλανόλευκες κι όλοι αναπνέαμε πια ελεύθεροι.



















Δραματοποιημένη αφήγηση για την απελευθέρωση της Λαμίας τον Οκτώβριο του 1944.
Περισσότερες πληροφορίες και υλικό θα βρείτε εδώ αλλά και εδώ 

Ευχαριστώ την κυρία Κούλα Κάϊλα και τον Ευθύμιο Xριστόπουλο που μου ιστόρησαν αυτά τα γεγονότα.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Όταν έρχονται τα σύννεφα



Σήμερα ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Η κυρία Βερενίκη είπε στα παιδιά να πάρουν τα μαξιλαράκια τους και να βγουν στην αυλή.
-Κοίτα, κυρία, ένα μεγάλο πουλί φώναξε ο Νικόλας και σηκώνοντας το χέρι, έδειξε ένα σύννεφο πάνω τους.
-Κι εγώ βλέπω ένα καράβι, φώναξε ο Πέτρος
-Μια καμηλοπάρδαλη, είπε η Μυρτώ.
-Τα παιδιά έβλεπαν ζώα , αυτοκίνητα, καράβια ένα σωρό παράξενα πλάσματα  πάνω στον ουρανό.




-Ξαπλώστε πάνω στο χορτάρι και παρατηρήστε τα, τους είπε η κυρία.
Τα παιδιά άρχισαν να ταξιδεύουν με τα φανταστικά τους διαστημόπλοια στον γαλάζιο ουρανό.
Τα σύννεφα πύκνωναν κι έπαιρναν ένα γκρι χρώμα. Τότε τα παιδιά μπήκαν στην τάξη και το καθένα ζωγράφισε ένα δικό του σύννεφο.

Χειροτεχνία

Η Κυρία Βερενίκη έφερε και βαμβάκι και τα παιδιά το κόλλησαν στις ζωγραφιές τους.
Η Κορίνα πήρε τα χρώματα κι άρχιζε να χρωματίζει τα σύννεφα πολύχρωμα. Η ιδέα άρεσε στα παιδιά και έφτιαξαν ζωγραφιές με σύννεφα λευκά από βαμβάκι αλλά και πολύχρωμα με χρωματιστές ξυλομπογιές.



Να και το ουράνιο τόξο! Τους έδειξε η κυρία Βερενίκη στην δική της ζωγραφιά.





Ουράνιο τόξο

Τα παιδιά ήθελαν κι εκείνα να φτιάξουν το δικό τους και τους έδειξε μια όμορφη χειροτεχνία με δημητριακά που είχαν για το πρωινό τους.
-Κυρία, πότε βγαίνει το ουράνιο τόξο; Ρώτησε ο Σταύρος.
-Μετά την βροχή, Σταύρο;
-Και γιατί βγαίνει; ξαναρώτησε ο Σταύρος
-Κοίτα είπε η δασκάλα και μάζεψε όλα τα παιδιά γύρω από την παρεούλα.
-Τα σύννεφα παιδιά, είναι φτιαγμένα από μικρές σταγονίτσες νερού. Το νερό μπορεί να παίρνει μέσα του το φως και να το σκορπίζει σε χρώματα. Ας πάμε στην γωνιά της παρατήρησης και των φυσικών επιστημών. Εκεί τους  υποδέχτηκε η Υπατία.
-Κρατήστε αυτό και θα δείτε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τους είπε με την βοήθεια βέβαια της κυρίας Βερενίκης. Τους  έδωσε ένα πρίσμα.
 Και να! τα παιδιά, στον τοίχο της αίθουσας, είδαν το ουράνιο τόξο!
Έτσι γίνεται και με τα σύννεφα μετά την βροχή.
-Ποιος το έκανε αυτό πρώτος; Ρώτησε ο Μιχάλης που ήθελε να  είναι πάντα πρώτος.
-Είναι μια παλιά ιστορία, τα παιδιά κατάλαβαν πήραν τα μαξιλαράκια τους κάθισαν αναπαυτικά και περίμεναν την κυρία Βερενίκη να αρχίσει.

Η κιβωτός του Νώε

Παλιά, πολύ παλιά, όταν ο Θεός είχε φτιάξει τον κόσμο, τα ζώα και τους ανθρώπους,  οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχνούν τον Θεό και να φεύγουν μακριά από αυτόν . Έκαναν άσχημες πράξεις, έκλεβαν, σκότωναν και η Γη είχε γίνει πολύ άσχημη, με όλα αυτά που έκαναν οι άνθρωποι. Ανάμεσα σε αυτούς όμως κατοικούσε και ένας καλός άνθρωπος, με την οικογένειά του. Αυτός ήταν ο Νώε. Ο Νώε αγαπούσε πολύ το Θεό, κάθε πρωί προσευχόταν μαζί με τους τρεις γιους του και ξάπλωναν πάνω στο χορτάρι και έβλεπαν τα σύννεφα.
Οι άνθρωποι τον περιγελούσαν, τον κορόιδευαν,  αλλά ο Νώε δεν άλλαζε, αγαπούσε πάντα τον Θεό και προσευχόταν σε Αυτόν.
Μια μέρα ο Θεός του μίλησε.
-Νώε, θα καταστρέψω τον κόσμο. Οι άνθρωποι είναι πολύ κακοί δεν πρέπει να κατοικούν στην Γη, που δημιούργησα. Εσύ όμως δεν πρέπει να καταστραφείς, ούτε εσύ ούτε και η οικογένειά σου. Άκουσε προσεκτικά, τι θα σου πω. Πάρε ξύλα και φτιάξε ένα μεγάλο καράβι, σκεπασμένο από πάνω, άλειψε το με πίσσα και μπες μέσα. Εσύ η οικογένειά σου αλλά και ένα ζευγάρι από όλα τα ζώα, μικρά και μεγάλα, ήμερα και άγρια. Πάρε τροφή και περίμενε. Θα ρίξω μια πολύ δυνατή βροχή και θα πλημμυρίσω τον κόσμο.
-Μα Κύριε….
-Οι άνθρωποι Νώε είναι πολύ κακοί…
Τότε ο Νώε υπάκουσε στο θέλημα του θεού. Έκανε πολλά χρόνια να κατασκευάσει την κιβωτό. Όταν  την έφτιαχνε οι γείτονές του τον κορόιδευαν. Αλλά εκείνος συνέχιζε την δουλειά του.
Έτσι η κιβωτός τελείωσε και ο Νώε έβαλε μέσα τους γιους και τις γυναίκες τους.
Φώναξε ύστερα όλα τα ζώα μικρά και μεγάλα ήμερα και άγρια να μπουν μέσα στην κιβωτό. Τα κάλεσε χτυπώντας ένα ξύλο.
Έφτασαν εκεί από όλες τις γωνιές της γης ζώα μικρά και μεγάλα. Άγρια και ήμερα. Πουλιά και ψάρια.
Όταν ήταν σίγουρος ο Νώε πως έφτασαν εκεί όλα τα ζευγάρια των ζώων έκλεισε με πίσσα την πόρτα της κιβωτού.
Κι άρχισε να βρέχει….
Έβρεχε…. έβρεχε… ασταμάτητα  για πολλές πολλές μέρες.
Η βροχή κάποτε σταμάτησε ο Νώε άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι, να δει αν μπορεί να κατέβει και να βγει έξω από την κιβωτό.
Πήρε στο χέρι του ένα πουλί ,ένα μαύρο κοράκι και το άφησε να φύγει.
Το κοράκι όμως δεν ξαναγύρισε, γιατί βρήκε τροφή και έμεινε έξω.
Τότε πήρε ένα μικρό λευκό περιστέρι και το άφησε να φύγει από το παραθυράκι της κιβωτού. Το περιστέρι πέταξε στον ουρανό. Μετά από λίγο ξαναγύρισε, στο ράμφος τους είχε ένα κλαδάκι από ελιά.
-Φάνηκαν τα δέντρα ψιθύρισε ο Νώε, Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μας έσωσες!
Τότε όλοι βγήκαν έξω από την κιβωτό. Είχε σταματήσει πάνω σε ένα ψηλό βουνό που σήμερα το λέμε Αραράτ. Τα  ζώα  βγήκαν  από την κιβωτό και σκορπίστηκαν σε όλες τις γωνιές της γης.
 Ο Νώε προσευχήθηκε στον Θεό και τον παρακάλεσε να μην ξανακάνει τέτοιο κακό, τέτοια συμφορά.
-Δείξε μας Θεέ μου, ένα σημάδι, πως δεν θα ξαναγίνει στον κόσμο  κατακλυσμός!
Ο Θεός τότε άκουσε την προσευχή του και ο ουρανός χρωματίστηκε με επτά χρώματα τα χρώματα της ίριδας, το Ουράνιο τόξο.

Δραματοποίηση

Η κυρία Βερενίκη είχε σταματήσει την ιστορία. Τα παιδιά κάθονταν ακόμη ήρεμα και την πρόσεχαν. Ο Νικόλας πήρε τότε ένα ταμπουρίνο και άρχισε να το χτυπά ρυθμικά. Ελάτε όλα τα ζώα στην κιβωτό φώναζε δυνατά και γυρνούσε γύρω από την αίθουσα.
Κάθε παιδί χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση έγινε άλλο λιοντάρι άλλο ελέφαντας καμηλοπάρδαλη και  γατούλα. Η Περσεφόνη το πιο μικρό κοριτσάκι της τάξης διάλεξε το περιστέρι.
Ο Νικόλας δεν ήξερε που να πάει τα ζώα αλλά η κυρία Βερενίκη έφτιαξε μια πρόχειρη κιβωτό με τα θρανία. Όταν όλα τα ζώα ήταν μέσα στην κιβωτό άρχισε να βρέχει.
Η μουσική ήταν δυναμική και τα παιδιά χτυπούσαν παλαμάκια κάνοντας τον ήχο της βροχής. Όταν σταμάτησαν ο Νικόλας πήγε στην άκρη των θρανίων και κοίταξε.
Σταμάτησε ο κατακλυσμός φώναξε έλα εσύ κοράκι να πας να δεις αν μπορούμε να βγούμε από την κιβωτό.
Ο Επαμεινώνδας πέταξε από την κιβωτό αλλά πήγε και κάθισε δίπλα στην κυρία Βερενίκη.
-Γιατί δεν γυρίζει το κοράκι; αναρωτήθηκε ο Νικόλας.
-Έλα εσύ περιστέρι, να πας να δεις, αν μπορούμε να βγούμε από την κιβωτό.
Η Περσεφόνη πέταξε γύρω στην τάξη και βρήκε ένα μικρό πράσινο χαρτάκι από την χειροτεχνία το κράτησε στο χέρι της και το έφερε στον Νικόλα.
-Μπράβο περιστεράκι! βρήκες αυτό το μικρό κλαδάκι, τώρα μπορούμε να βγούμε όλοι έξω από την κιβωτό.
Τα ζώα έκανα μια μεγάλη παρέλαση γύρω από τα θρανία και κάθισαν ο Νώε πήρε τους γιους
του και άρχισαν να λένε την προσευχή τους .
Παρακάλεσαν τον θεό να τους δείξει ένα σημάδι ότι δεν θα ξαναγίνει ο κατακλυσμός.
Τότε τα παιδιά πήρε το καθένα την ζωγραφιά που είχε κάνει πριν με το ουράνιο τόξο και την σήκωσε ψηλά και έδειξε στον Νώε ότι δεν θα ξαναγίνει καταστροφή.
Η κυρία Βερενίκη βρήκε τότε μια όμορφη μουσική ώστε να χορεύουν τα παιδιά.

Στόχοι της δραστηριότητας

·         Ένταξη των παιδιών στην ομάδα
·         Ανάπτυξη της φαντασίας
·         Γνωριμία με την μουσική
·         Γνωριμία με ιστορίες από την Βίβλο
·         Γνώση φυσικών επιστημών
·         Λεκτική επικοινωνία
·         Κίνηση και χορός.


Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η χρήση της κούκλας.

         Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εισάγουμε ένα θέμα στην σχολική τάξη. Ένας από τους καλύτερους είναι: μια κούκλα. Κατά την διάρκ...